Ιστολόγιο του Ιερού Ναού Εισοδίων της Θεοτόκου Χαροκοπίου Ιωαννίνων

Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2013

Κοπή Βασιλόπιτας της Ενορίας μας.



Ο Ιερός Ναός Εισοδίων της Θεοτόκου Χαροκοπίου προσκαλεί όλους τους ενορίτες και μη, στην κατ΄ έτος τελουμένη κοπή Βασιλόπιτας της Ενορίας Χαροκοπίου, την Τετάρτη 1η Ιανουαρίου 2014, μετά την  Πρωτοχρονιάτικη Θεία Λειτουργία και την Επίσημη Δοξολογία του νέου έτους.



Καλό Άγιο Δωδεκαήμερο

και ευλογημένο το νέο έτος!  

Γιάννης ο Ευλογημένος (Το βλογημένο μαντρί).

Του Φώτη Κόντογλου 


         O Ἅγιος Βασίλης, σὰν περάσανε τὰ Χριστούγεννα, πῆρε τὸ ραβδί του καὶ γύρισε σ᾿ ὅλα τὰ χωριά, νὰ δεῖ ποιὸς θὰ τόνε γιορτάσει μὲ καθαρὴ καρδιά. Πέρασε ἀπὸ λογιῶν-λογιῶν πολιτεῖες κι ἀπὸ κεφαλοχώρια, μὰ σ᾿ ὅποια πόρτα κι ἂν χτύπησε δὲν τ᾿ ἀνοίξανε, ἐπειδὴ τὸν πήρανε γιὰ διακονιάρη. Κ᾿ ἔφευγε πικραμένος, γιατὶ ὁ ἴδιος δὲν εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, μὰ ἔνοιωθε τὸ πόσο θὰ πονοῦσε ἡ καρδιὰ κανενὸς φτωχοῦ ἀπὸ τὴν ἀπονιὰ ποὺ τοῦ δείξανε κεῖνοι οἱ ἄνθρωποι.

        Μιὰ μέρα ἔφευγε ἀπὸ ἕνα τέτοιο ἄσπλαχνο χωριό, καὶ πέρασε ἀπὸ τὸ νεκροταφεῖο, κ᾿ εἶδε τὰ κιβούρια πὼς ἤτανε ρημαγμένα, οἱ ταφόπετρες σπασμένες κι ἀναποδογυρισμένες, καὶ τὰ νιόσκαφτα μνήματα εἴτανε σκαλισμένα ἀπὸ τὰ τσακάλια. Σὰν ἅγιος ποὺ εἴτανε ἄκουσε πὼς μιλούσανε οἱ πεθαμένοι καὶ λέγανε: «Τὸν καιρὸ ποὺ εἴμαστε στὸν ἀπάνω κόσμο, δουλέψαμε, βασανιστήκαμε, κι ἀφήσαμε πίσω μας παιδιὰ κ᾿ ἐγγόνια νὰ μᾶς ἀνάβουνε κανένα κερί, νὰ μᾶς καίγουνε λίγο λιβάνι μὰ δὲν βλέπουμε τίποτα, μήτε παπᾶ στὸ κεφάλι μας νὰ μᾶς διαβάσει παραστάσιμο, μήτε κόλλυβα, παρὰ σὰν νὰ μὴν ἀφήσαμε πίσω μας κανέναν». Κι ὁ ἅγιος Βασίλης πάλι στενοχωρήθηκε κ᾿ εἶπε: «Τοῦτοι οἱ χωριάτες οὔτε σὲ ζωντανὸ δὲ δίνουνε βοήθεια, οὔτε σὲ πεθαμένον», καὶ βγῆκε ἀπὸ τὸ νεκροταφεῖο, καὶ περπατοῦσε ὁλομόναχος μέσα στὰ παγωμένα χιόνια.

     Παραμονὴ τῆς πρωτοχρονιᾶς ἔφταξε σὲ κάτι χωριὰ ποὺ εἴτανε τὰ πιὸ φτωχὰ ἀνάμεσα στὰ φτωχοχώρια, στὰ μέρη τῆς Ἑλλάδας. Ὁ παγωμένος ἀγέρας βογκοῦσε ἀνάμεσα στὰ χαμόδεντρα καὶ στὰ βράχια, ψυχὴ ζωντανὴ δὲν φαινότανε, νύχτα πίσσα! Εἶδε μπροστά του μιὰ ραχούλα, κι ἀπὸ κάτω της εἴτανε μιὰ στρούγκα τρυπωμένη. Ὁ ἅγιος Βασίλης μπῆκε στὴ στάνη καὶ χτύπησε μὲ τὸ ραβδί του τὴν πόρτα τῆς καλύβας καὶ φώναξε: «Ἐλεῆστε με, τὸν φτωχό, γιὰ τὴν ψυχὴ τῶν ἀποθαμένων σας κι ὁ Χριστός μας διακόνεψε σὲ τοῦτον τὸν κόσμο!». Τὰ σκυλιὰ ξυπνήσανε καὶ χυθήκανε ἀπάνω του, μὰ σὰν πήγανε κοντά του καὶ τὸν μυριστήκανε, πιάσανε καὶ κουνούσανε τὶς οὐρές τους καὶ πλαγιάζανε στὰ ποδάρια του καὶ γρούζανε παρακαλεστικὰ καὶ χαρούμενα. Ἀπάνω σ᾿ αὐτά, ἄνοιξε ἡ πόρτα καὶ βγῆκε ἕνας τσοπάνης, ὡς εἰκοσιπέντε χρονῶν παλληκάρι, μὲ μαῦρα στριφτὰ γένεια, ὁ Γιάννης ὁ Μπαρμπάκος, ἄνθρωπος ἀθῶος κι ἀπελέκητος, προβατάνθρωπος, καὶ πρὶν νὰ καλοϊδεῖ ποιὸς χτύπησε, εἶπε: «Ἔλα, ἔλα μέσα. Καλὴ μέρα, καλὴ χρονιά!».

          Μέσα στὸ καλύβι ἔφεγγε ἕνα λυχνάρι, κρεμασμένο ἀπὸ πάνω ἀπὸ μία κούνια, ποὺ εἴτανε δεμένη σὲ δυὸ παλούκια. Δίπλα στὸ τζάκι εἴτανε τὰ στρωσίδια τους καὶ κοιμότανε ἡ γυναίκα τοῦ Γιάννη. αὐτός, σὰν ἐμπῆκε μέσα ὁ ἅγιος Βασίλης, κ᾿ εἶδε πὼς εἴτανε γέρος σεβάσμιος, πῆρε τὸ χέρι του καὶ τ᾿ ἀνεσπάσθηκε κ᾿ εἶπε: «Νά ῾χω τὴν εὐχή σου, γέροντα», καὶ τό ῾λεγε σὰν νὰ τὸν γνώριζε κι ἀπὸ πρωτύτερα, σὰ νά ῾τανε πατέρας του. Καὶ κεῖνος τοῦ εἶπε: «Βλογημένος νά ῾σαι, ἐσὺ κι ὅλο τὸ σπιτικό σου, καὶ τὰ πρόβατά σου ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ νά ῾ναι ἀπάνω σας!». Σηκώθηκε κ᾿ ἡ γυναίκα καὶ πῆγε καὶ προσκύνησε καὶ κείνη τὸν γέροντα καὶ φίλησε τὸ χέρι του καὶ τὴ βλόγησε. Κι ὁ ἅγιος Βασίλης εἴτανε σὰν καλόγερος ζητιάνος, μὲ μιὰ σκούφια παλιὰ στὸ κεφάλί του, καὶ τὰ ράσα του εἴτανε τριμμένα καὶ μπαλωμένα καὶ τὰ τσαρούχια του τρύπια, κ᾿ εἶχε κ᾿ ἕνα παλιοτάγαρο ἀδειανό. Ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος ἔβαλε ξύλα στὸ τζάκι. Καὶ παρευθύς, φεγγοβόλησε τὸ καλύβι καὶ φάνηκε σὰν παλάτι. Καὶ φανήκανε τὰ δοκάρια, σὰ νά ῾τανε μαλαμοκαπνισμένα, κ᾿ οἱ πητιὲς ποὺ εἴτανε κρεμασμένες φανήκανε σὰν καντήλια, κ᾿ οἱ καρδάρες καὶ τὰ τυροβόλια καὶ τ᾿ ἄλλα τὰ σύνεργα ποὺ τυροκομοῦσε ὁ Γιάννης, γινήκανε σὰν ἀσημένια, καὶ σὰν πλουμισμένα μὲ διαμαντόπετρες φανήκανε, καὶ τ᾿ ἄλλα, τὰ φτωχὰ τὰ πράγματα πού ῾χε μέσα στὸ καλύβι του ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος. Καὶ τὰ ξύλα ποὺ καιγόντανε στὸ τζάκι τρίζανε καὶ λαλούσανε σὰν τὰ πουλιὰ ποὺ λαλοῦνε στὸν παράδεισο, καὶ βγάζανε κάποια εὐωδιὰ πάντερπνη. Τὸν ἅγιο Βασίλη τὸν βάλανε κ᾿ ἔκατσε κοντὰ στὴ φωτιὰ κ᾿ ἡ γυναίκα τοῦ ῾θεσε μαξιλάρια νὰ ἀκουμπήσει. Κι ὁ γέροντας ξεπέρασε τὸ ταγάρι του ἀπὸ τὸ λαιμό του καὶ τό ῾βαλε κοντά του, κ᾿ ἔβγαλε καὶ τὸ παλιόρασό του κι ἀπόμεινε μὲ τὸ ζωστικό του.

          Κι ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος πῆγε κι ἄρμεξε τὰ πρόβατα μαζὶ μὲ τὸν παραγυιό του, κ᾿ ἔβαλε μέσα στὴν κοφινέδα τὰ νιογέννητα τ᾿ ἀρνιά, κι ὕστερα χώρισε τὶς ἑτοιμόγεννες προβατίνες καὶ τὶς κράτησε στὸ μαντρί, κι ὁ παραγυιὸς τά ῾βγαλε τ᾿ ἄλλα στὴ βοσκή. Λιγοστὰ εἴτανε τὰ ζωντανά του, φτωχὸς εἴτανε ὁ Γιάννης, μὰ εἴτανε Βλογημένος. Κ᾿ εἶχε μία χαρὰ μεγάλη, σὲ κάθε ὥρα, μέρα καὶ νύχτα, γιατὶ εἴτανε καλὸς ἄνθρωπος κ᾿ εἶχε καὶ καλὴ γυναίκα, κι ὅποιος λάχαινε νὰ περάσει ἀπὸ τὴν καλύβα τους, σὰν νά ῾τανε ἀδελφός τους, τὸν περιποιόντανε. Γιὰ τοῦτο κι ὁ ἅγιος Βασίλης κόνεψε στὸ σπίτι τους, καὶ κάθησε μέσα, σὰ νά ῾τανε δικό του σπίτι, καὶ βλογηθήκανε τὰ θεμέλιά του. Κείνη τὴ νύχτα τὸν περιμένανε ὅλες οἱ πολιτεῖες καὶ τὰ χωριὰ τῆς Οἰκουμένης, οἱ ἀρχόντοι, οἱ δεσποτάδες κ᾿ οἱ ἐπίσημοι ἀνθρῶποι μὰ ἐκεῖνος δὲν πῆγε σὲ κανέναν, παρὰ πῆγε καὶ κόνεψε στὸ καλύβι τοῦ Γιάννη τοῦ Βλογημένου.

        Τὸ λοιπόν, σὰν σκαρίσανε τὰ πρόβατα, μπῆκε μέσα ὁ Γιάννης καὶ λέγει στὸν ἅγιο: «Γέροντα, ἔχω χαρὰ μεγάλη. Θέλω νὰ μᾶς διαβάσεις τὰ γράμματα τ᾿ Ἅη-Βασίλη. Ἐγὼ εἶμαι ἄνθρωπος ἀγράμματος, μὰ ἀγαπῶ τὰ γράμματα τῆς θρησκείας μας. Ἔχω καὶ μία φυλλάδα ἀπὸ ἕναν γούμενο ἁγιονορίτη, κι ὅποτε τύχει νὰ περάσει κανένας γραμματιζούμενος, τὸν βάζω καὶ μοῦ διαβάζει ἀπὸ μέσα τὴν φυλλάδα, γιατὶ δὲν ἔχουμε κοντά μας ἐκκλησία».

         Ἔπιασε καὶ θαμπόφεγγε κατὰ τὸ μέρος τῆς ἀνατολῆς. Ὁ ἅγιος Βασίλης σηκώθηκε καὶ στάθηκε κατὰ τὴν ἀνατολὴ κ᾿ ἔκανε τὸ σταυρό του, ὕστερα ἔσκυψε καὶ πῆρε μία φυλλάδα ἀπὸ τὸ ταγάρι του, κ᾿ εἶπε: «Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε,νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων». Κι ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος πῆγε καὶ στάθηκε ἀπὸ πίσω του, κ᾿ ἡ γυναίκα βύζαξε τὸ μωρὸ καὶ πῆγε καὶ κείνη καὶ στάθηκε κοντά του, μὲ σταυρωμένα χέρια. Κι ὁ ἅγιος Βασίλης εἶπε τὸ «Θεὸς Κύριος» καὶ τ᾿ ἀπολυτίκιο τῆς Περιτομῆς «Μορφὴν ἀναλλοιώτως ἀνθρωπίνην προσέλαβες», δίχως νὰ πεῖ καὶ τὸ δικό του τὸ ἀπολυτίκιο ποὺ λέγει «Εἰς πάσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος σου». Ἡ φωνή του εἴτανε γλυκειὰ καὶ ταπεινή, κι ὁ Γιάννης κ᾿ ἡ γυναίκα του νοιώθανε μεγάλη κατάνυξη, κι ἂς μὴν καταλαβαίνανε τὰ γράμματα. Κ᾿ εἶπε ὁ ἅγιος Βασίλης ὅλον τὸν Ὄρθρο καὶ τὸν Κανόνα τῆς Ἑορτῆς: «Δεῦτε λαοὶ ἄσωμεν ἄσμα Χριστῷ τῷ Θεῷ, χωρὶς νὰ πεῖ τὸ δικό του τὸν Κανόνα, ποὺ λέγει «Σοῦ τὴν φωνὴν ἔδει παρεῖναι, Βασίλειε». Κ᾿ ὕστερα εἶπε ὅλη τὴ λειτουργία κ᾿ ἔκανε ἀπόλυση καὶ τοὺς βλόγησε.

        Καὶ σὰν καθήσανε στὸ τραπέζι καὶ φάγανε κι ἀποφάγανε, ἔφερε ἡ γυναίκα τὴ βασιλόπητα καὶ τὴν ἔβαλε ἀπάνω στὸ σοφρᾶ. Κι ὁ ἅγιος Βασίλης πῆρε τὸ μαχαίρι καὶ σταύρωσε τὴ βασιλόπητα, κ᾿ εἶπε: «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κ᾿ ἔκοψε τὸ πρῶτο τὸ κομμάτι κ᾿ εἶπε «τοῦ Χριστοῦ» κ᾿ ὕστερα εἶπε «τῆς Παναγίας», κ᾿ ὕστερα εἶπε «τοῦ νοικοκύρη Γιάννη τοῦ Βλογημένου». Τοῦ λέγει ὁ Γιάννης: «Γέροντα, ξέχασες τὸν ἅη- Βασίλη!». Τοῦ λέγει ὁ ἅγιος: «Ναί, καλά! κ᾿ ὕστερα λέγει: «Τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Βασιλείου». Κ᾿ ὕστερα λέγει πάλι: «Τοῦ νοικοκύρη, «τῆς νοικοκυρᾶς», «τοῦ παιδιοῦ», «τοῦ παραγυιοῦ», «τῶν ζωντανῶν», «τῶν φτωχῶν». Τότε λέγει στὸν ἅγιο ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος: «Γέροντα, γιατί δὲν ἔκοψες γιὰ τὴν ἁγιωσύνη σου; Τοῦ λέγει ὁ ἅγιος: «Ἔκοψα, Βλογημένε!» μά, ὁ Γιάννης δὲν κατάλαβε τίποτα, ὁ μακάριος. Κ᾿ ὕστερα, σηκώθηκε ὄρθιος ὁ ἅγιος Βασίλειος κ᾿ εἶπε τὴν εὐχή του «Κύριε ὁ Θεός μου, οἶδα ὅτι οὐκ εἰμὶ ἄξιος, οὐδὲ ἱκανός, ἵνα ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς τοῦ οἴκου τῆς ψυχῆς μου».

         Κ᾿ εἶπε ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος: «Πές μου, γέροντα, ποῦ ξέρεις τὰ γράμματα, σὲ ποιὰ παλάτια ἄραγες πῆγε σὰν ἀπόψε ὁ ἅγιος Βασίλης; οἱ ἀρχόντοι κ᾿ οἱ βασιληάδες τί ἁμαρτίες νά ῾χουνε; Ἐμεῖς οἱ φτωχοὶ εἴμαστε ἁμαρτωλοί, ἐπειδὴς ἡ φτώχεια μᾶς κάνει νὰ κολαζόμαστε». Κι ὁ ἅγιος Βασίλης δάκρυσε κ᾿ εἶπε πάλι τὴν εὐχή, ἀλλοιώτικα: «Κύριε, ὁ Θεός μου, οἶδα ὅτι ὁ δοῦλος σου Ἰωάννης ὁ ἁπλοῦς ἐστὶν ἄξιος καὶ ἱκανὸς ἵνα ὑπὸ τὴν στέγην του εἰσέλθῃς. Ὅτι νήπιος ὑπάρχει καὶ τὰ μυστήριά Σου τοῖς νηπίοις ἀποκαλύπτεται». Καὶ πάλι δὲν κατάλαβε τίποτα ὁ Γιάννης ὁ μακάριος, ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος...


Πηγή: http://www.myriobiblos.gr


Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2013

Κήρυγμα στην Κυριακή προ της Χριστού Γεννήσεως.

       Του Ευαγγέλου Κίτσιου
        Θεολόγου.
       Εκφωνήθηκε στις 22/12/2013
    Στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου
   Αρχιμανδρείου πόλεως Ιωαννίνων.








      Διο σοι προσφέρομεν και ημείς, υπερ την χρηματικήν φορολογίαν, Ορθοδόξου πλουτισμόν Θεολογίας, τω Θεώ και Σωτήρι των ψυχών ημών.

  Πανοσιολογιώτατε Πάτερ, Τίμιον πρεσβυτέριον, εντιμότατοι εφοροεπίτροποι, αγαπητοί εν Χριστώ Αδελφοί!


        Η Ανακαίνιση, η ανάκτηση του κατ εικόνα, η κατάργηση του θανάτου και η μεταβολή του φθαρτού σε αφθαρσία, του θνητού σε αθανασία ήταν το έργο του Μονογενούς Υιού και Λόγου, του διακοσμητού των πάντων κατά το Μέγα Αθανάσιο.

    Σκοπός της ενανθρώπησης είναι η απόδοση της Αθανασίας και Αφθαρσίας καταργουμένου του θανάτου και η επαναφορά του Ανθρώπου στην αληθινή Θεογνωσία και την αποκατάσταση της κυριότητος στην κτίση του Αληθινού και πραγματικού της κυρίου, Του Δημιουργού.

     Η σημερινή ημέρα, Κυριακή Προ Της Χριστού Γεννήσεως είναι ο τελευταίος οδοδείκτης πριν τη Μητρόπολη των Εορτών ,τα Χριστούγεννα. Η Αγία μας Εκκλησία καθορίζει και αφιερώνει αυτή την ημέρα στους προ Νόμου Προφήτες. Σε όλους που συνετέλεσαν στο μυστήριο της θείας ενανθρωπήσεως, της θείας Οικονομίας από Αδάμ του Πρωτοπλάστου έως Ιωσήφ του Μνήστορος, του αφανή τούτου ήρωα. Μνημονεύει τον Μέγα προφήτη Δανιήλ και τους τρείς Παίδες. Φέρει όλους εμάς προ του Θεοδέγμωνος Σπηλαίου της Βηθλεέμ, με σκοπό να δούμε και να πιστέψουμε, με σκοπό να προσφέρουμε πλούτο θεολογίας, πλούτο πνευματικό, πλούτο βιωματικό, πλούτο μετανοίας και δοξολογίας η οποία προέρχεται από την ενσάρκωση Του Θεού Λόγου.

      ¨Ο Άναρχος άρχεται και ο Λόγος σαρκούται.¨ Κατέρχεται εκ των άνω , τοις επι γής. Ταπεινώνεται εκούσια την πτωχεία του Αδάμ, αρχίζει να λαμβάνει σάρκα και οστά το απ αιώνος μυστήριον. Πλουτίζει και καινουργείται η σύμπασα κτίσις ¨παλινδρομούσα εις το πρώτον¨, στην προ της πτώσεως κατάσταση.H μόρφωση του Χριστού μέσα μας γίνεται με πνευματικές ωδίνες. Ο Απόστολος Παύλος λέγει ¨ Τεκνία  μου, ους πάλιν ωδίνω, άχρις ου μορφωθεί ο Χριστός εν υμίν ¨στη Προς Γαλάτας επιστολή του. Ωδίνες είναι ο ασκητικός αγώνας και μόρφωση είναι η θέωση και ο αγιασμός.

      Κατά  τους Αγίους Πατέρες αυτό που συνέβη σωματικά στην Παναγία, αυτό γίνεται πνευματικά σε κάθε έναν του οποίου η ψυχή παρθενεύει, δηλαδή καθαρίζεται από τα πάθη. Ο Κύριος που μια φορά γεννήθηκε κατά σάρκα, θέλει να γεννάται πάντοτε κατά πνεύμα, από αυτούς που θέλουν, και έτσι γίνεται βρέφος, διαπλάττοντας τον εαυτό του μέσα σ εκείνους δια των αρετών.

      Ο Θεός με τη δημιουργία μας έδωσε το ανώτερο, το κατ εικόνα και καθ ομοίωση, αλλά εμείς δεν το φυλάξαμε, το χάσαμε. Τώρα έρχεται ο Λόγος Του Θεού, το πρωτότυπο της δημιουργίας μας και παραλαμβάνει το κατώτερο, τη δική μας φύση, για να μας ελευθερώσει από τη φθορά και για να ανακαινίσει το σκεύος που αχρειώθηκε και συντρίφθηκε καθώς επίσης να μας απαλλάξει από την τυρρανία του διαβόλου, συνάμα να μας παιδαγωγήσει στη νέα ζωή.

     Η πτώση του Αδάμ δεν ήταν ηθική, αλλά οντολογική. Διεφθάρη ολόκληρη η ύπαρξή του. Η Ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου Του Θεού δείχνει το αγαθό και σοφό, το δίκαιο και δυνατό Του Θεού. Το αγαθό διότι δεν παρέβλεψε την ασθένεια του πλάσματος και έτεινε χείρα βοηθείας. Το σοφό γιατί βρήκε την καταλληλότερη λύση για κάτι που φάνταζε αδύνατο. Το δίκαιο διότι κατέστησε τον Άνθρωπο νικητή, με το να αναλάβει Ο Ίδιος τη θνητή και παθητή σάρκα του. Το δυνατό Του Θεού, γιατί αυτό μπορούσε να το κάνει, δηλαδή να γίνει άνθρωπος όντας ταυτοχρόνως αληθινός Θεός, ομοούσιος με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα κατά τον Άγιο Ιωάννη το Δαμασκηνό.

     Η Θεία Ενανθρώπηση καλείται και Κένωσις. Κένωσις επειδή ο Άκτιστος Θεός προσέλαβε το κτιστό της ανθρωπίνης φύσεως και το κτιστό ενώθηκε με το άκτιστο. Άνευ της Κενώσεως θα ήταν αδύνατη η πλήρωση, η θέωση του ανθρώπου. Κένωσις είναι η αγάπη, η θυσία, η προσφορά, η κατανόηση, η στήριξη του άλλου οποιοσδήποτε κι αν είναι αυτός.

        Η σημαντική παρουσία και Επιφάνεια Του Λόγου θεωρείται από τον φωστήρα της Αλεξανδρείας, το Μέγα Αθανάσιο, ως ο προσφορότερος και αποτελεσματικότερος τρόπος για το έργο της ανακαίνισης, της σωτηρίας και πραγματικής θεογνωσίας.

         Σκοπός είναι η απόδοση της αφθαρσίας και αθανασίας στον άνθρωπο και η γνώση του Αληθινού Θεού, με τη νίκη του θανάτου η πρώτη και με την ανανέωση και ανάκτηση του κατ εικόνα η δεύτερη. Είναι εμφανές το σχέδιό Του για τον Άνθρωπο, για το πλάσμα Του.

  Ακούμε χαρακτηριστικά σε ένα από τα όμορφα τροπάρια της Εορτής των Χριστουγέννων,¨Ότε καιρός της επι γής παρουσίας Σου……της αιωνίου Σου Βασιλείας το Άναρχον εκαινουργήθη¨. Δηλαδή , ο Παλαιός των ημερών, έρχεται στον κόσμο και επέρχεται η των πάντων ανακαίνισις, ανάπλασις. Καινή βιοτή, Καινή Βασιλεία, Καινός Χρόνος….

   Το Γεγονός Της Σαρκώσεως Του Λόγου διασπά το χρόνο και τον καινοποιεί. Ο Υπέρχρονος ενδύεται το χρόνο, ο χρόνος φιλοξενεί τον Άχρονο. Η Κυρία Θεοτόκος γίνεται ο χώρος, όπου και φύσις καινοτομείται και χρόνος. Η Θεοτόκος μας ανοίγει τη θύρα της αγάπης, γενομένη η Ιδία θύρα ελέους , ευσπλαγχνίας και Σκεύος εκλογής Του πάντων Δημιουργού και Θεού των Όλων. Η Υπερευλογημένη, είναι η μοναδική Πύλη δια μέσου της οποίας ανατέλλει το Φώς Της Θείας Ευσπλαγχνίας.

    Μέσα από αυτήν διακρίνεται το Έλεος Του Παντοκράτορος για τον Άνθρωπο. Πως εμείς αδελφοί μου μετα από όλα αυτά να μη προσφέρουμε Ορθοδόξου πλουτισμόν Θεολογίας; Το έργο της ενσαρκώσεως Του Χριστού δεν απέβλεπε απλώς να συστήσει μία κλειστή ομάδα οπαδών, να ιδρύσει μία κοινωνία ανθρώπων, μια «εκκλησία» από τις πολλές ομάδες εκείνης της εποχής. Απέβλεπε αντιθέτως σε μία Βασιλεία ανάμεσά μας, εμπρός μας και εντός μας.

      Η Σάρκωσις Του Υιού και Λόγου είναι η τελείωσις της Παλαιάς Διαθήκης και η έλευσις Της Χάριτος. Το πλήρωμα της προσδοκίας των Προπατόρων και των Προφητών. Η απαρχή της σωτηρίας μας, διότι χωρίς τη Σάρκωση δεν θα υπήρχε η Βάπτισις, η Μεταμόρφωσις , η Ανάστασις και η Ανάληψις. Η Εκκλησία δεν είναι ιδεολογία, διότι είναι η πραγμάτωσις της αγάπης Του Τριαδικού Θεού.

    Ερωτά ο ιερός Χρυσόστομος, ο φωστήρ της Οικουμένης. Τι εστίν η Βασιλεία; Και απαντά ο ίδιος με τα λόγια Του Χριστού*¨η παρουσία η εμή¨. Η σημερινή εποχή, η εποχή της πτωχείας, όχι της πνευματικής βεβαίως αλλά της υλικής, προετοιμάζει όλους εμάς όχι μόνο για τη Μητρόπολη των Εορτών , τα Χριστούγεννα, αλλά για την Παρουσία όλων έναντι του Κριτού μας.

     ¨Η Βασιλεία εντός ημών εστί¨¨.Κάθε ένας, κάθε μία από όλους μας καλείται από Τον Κύριο να προσφέρει Ορθοδόξου Πλουτισμόν θεολογίας με τη βιοτή. Η Σωτηρία μας εξαρτάται από την άσκηση της αγάπης ανεξαιρέτως σε όλους. Της ανυποκρίτου αγάπης. Διότι όταν θα ζεί μέσα μας ο Χριστός που εικονίζεται στα πρόσωπα των συνανθρώπων μας, έχοντας απορρίψει τον ατομισμό, τότε θα ζήσουμε πραγματικά Χριστούγεννα!


Καλόν και ευλογημένον Άγιον Δωδεκαήμερον!

Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2013

Οι Μάγοι ενώπιον του Υιού του Θεού


Του Καλλιστράτου Ν. Λυράκη

Σύμφωνα με την αγιογραφική εξιστόρηση και πατερική επιβεβαίωση, μετά τη μετάβαση της Θεομήτορος και του Ιωσήφ στο Ναό-όπου έφεραν το Παιδίον Ιησούς, βρέφος τεσσαρακονθήμερο- πέστρεψαν στη Βηθλεέμ. Εκεί εγκαταστάθησαν. Και ο Ιωσήφ εργαζόταν για τη συντήρησή τους.
Στον ίδιο τόπο, στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας, λαμβάνει χώρα-μετά από αρκετό χρονικό διάστημα-και το σπουδαίο γεγονός της προσκύνησης των Μάγων.
Πολλοί χριστιανοί νομίζουν ότι η προσκύνηση των Μάγων έγινε αμέσως μετά τη Γέννηση του Ιησού. Επικράτησε η αντίληψη αυτή, επειδή η εικονογραφία της Γεννήσεως θέλει να εμφανίζονται μαζί με τους ποιμένες στο Σπήλαιο και οι Μάγοι.
Όμως ο σκοπός της απεικονίσεως των Μάγων με τους ποιμένες είναι άλλος. Η Ορθόδοξη εικονογραφία επιθυμεί και επιδιώκει με το συμβολισμό αυτό να φανερώσει τη στροφή των Εθνικών και των Ιουδαίων προς τον Χριστό.
Τη προσκύνηση των Μάγων εξιστορεί ο Ευαγγελιστής Ματθαίος. Τους παρουσιάζει να έρχονται από τα μέρη της Ανατολής στη Βηθλεέμ με οδηγό το λαμπρό αστέρι και να προσκυνούν το Παιδίον, τον ενανθρωπίσαντα Υιό και Λόγο του Θεού.
Αλλά ποιοι ήσαν οι Μάγοι, που έσπευσαν σε προσκύνηση του Μεσσία; Πατρίδα τους ήταν η Περσία, κατά τον ιερό Χρυσόστομο, ο οποίος και σημειώνει: «άνθρωποι βάρβαροι (ξενόγλωσσοι) και από άλλη φυλή, έρχονται από την Περσία, ώστε να ιδούν τον Χριστό, που κείται σε φάτνη» (1). Η πατρίδα των Μάγων ίσως να ήταν η Χαλδαία, διότι αυτή ήταν η πρώτη χώρα, η οποία καλλιεργούσε την επιστήμη των αστεριών. Στην Καινή Διαθήκη αναφέρεται αορίστως ότι ήλθαν Μάγοι στα Ιεροσόλυμα από τα μέρη της Ανατολής: «Ἰδοῦ Μάγοι ἀπό ἀνατολῶν παρεγένοντο εἰς Ἱεροσόλυμα» (Ματθ. β΄ 1).
Τι ήσαν οι Μάγοι; Ήσαν σοφοί επιστήμονες, διδάσκαλοι της ανθρώπινης σοφίας, ανατολίτες αστρολόγοι, οι οποίοι από την ανατολή του λαμπρού αστεριού διαπίστωσαν την πρόσφατη Γέννηση του Μεσσία και έγιναν πιστοί συνοδοιπόροι της λαμπρής, μοναδικής εμφανίσεώς του και της ιστορικής, λυτρωτικής πορείας του. Επί πλέον, ήσαν βασιλείς ή ηγεμόνες· πλούσιοι και με δύναμη.
Πόσοι ήσαν; ’λλοι μας πληροφορούν ότι οι Μάγοι ήσαν τέσσερις. Όμως, χωρίς αμφιβολία, επικρατέστερη άποψη λέει ότι οι Μάγοι ήταν τρεις. Αυτό συμπεραίνεται και από τα δώρα που πρόσφεραν. Τα ονόματά τους, κατά την παράδοση, ήσαν Μελχιώρ, Γάσπαρ και Βαλτάσαρ.
Με μόνο οδηγό το αστέρι και με τη θερμή και ακλόνητη πίστη στην καρδιά τους έφθασαν στα Ιεροσόλυμα. Εκεί χάνουν προς στιγμή τον ουράνιο οδηγό τους. Αναζητούν οδηγό από τη γη. «Ποῦ ἐστιν ὁ τεχθείς βασιλεύς τῶν Ἰουδαίων ;», ερωτούν τους Ιεροσολυμίτες. «Εἴδομεν γάρ αὐτοῦ τόν ἀστέρα ἐν τῇ ἀνατολῇ καί ἤλθομεν προσκυνῆσαι αὐτῷ» (Ματθ. β, 2). Με τις οδηγίες που πήραν από τους θρησκευτικούς άρχοντες των Ιουδαίων ξεκινούν για τη Βηθλεέμ. Και να πάλι «ὁ ἀστήρ ὅν εἶδον ἐν τῇ ἀνατολῇ προῆγεν αὐτούς» (Ματθ. β΄ 9).
Δεν πρόκειται εδώ να διερευνήσουμε αν το αστέρι εκείνο ήταν φυσικό αστέρι ή άλλο φυσικό φαινόμενο ή υπερφυσικό σημείο. Αυτό εξάλλου, που έχει και ιδιαίτερη σημασία δεν είναι το τι συνέβη εκείνη τη νύχτα στον ουρανό, αλλά η υπερφυσική, λυτρωτική έλευση του Υιού του Θεού στη γη. Πάντως, ο ιερός Χρυσόστομος φρονεί σχετικά με το αστέρι, ότι δεν ήταν «ένα φυσικό αστέρι, όπως εκ πρώτης όψεως φαινόταν, αλλά ήταν μια αόρατη, θαυμαστή λογική δύναμις» (2), η οποία με τον τρόπο αυτό παρουσιάστηκε για να οδηγήσει τους Μάγους. Πίσω από το αστέρι βρισκόταν ο Θεός, ο Οποίος με την άπειρή Του πανσοφία και με ένα τρόπο, που γνώριζε ότι θα κάνει εξαιρετική εντύπωση στους σοφούς αυτούς, τους οδηγεί στο να γνωρίσουν τον αιώνιο Βασιλέα της δόξης και να Του προσφέρουν τα βασιλικά τους δώρα, έκφραση της λατρείας τους και του βαθύτατου σεβασμού τους.
Η Παναγία και ο Ιωσήφ δεν γνωρίζουν τίποτε από το μακροχρόνιο και περιπετειώδες ταξίδι των Μάγων, ούτε περιμένουν τίποτε. Ζουν την αγία και αφανή ζωή τους στο σπίτι της Βηθλεέμ. Ξαφνικά οι Μάγοι φθάνουν στο σπίτι, όπου έμενε η Μαρία με το Παιδίον Ιησούς. «Καί ἐλθόντες εἰς τήν οἰκίαν εἶδον τό παιδίον μετά τῆς Μαρίας τῆς μητρός αὐτοῦ» (Ματθ. β΄ 11). Ο Ιωσήφ πρέπει να βρισκόταν στην εργασία του στα Ιεροσόλυμα ή στη Βηθλεέμ. Γι' αυτό και μόνη Της η Παναγία τους υποδέχεται. Τι βρίσκουν εκεί; Μια σεμνή κόρη, που ακτινοβολούσε την παρθενική αγνότητα και η Οποία ενέπνεε το βαθύ σεβασμό. Στην αγία αγκάλη Της κρατούσε τον Υιό Της.
Χάρη αυτού, λοιπόν, του Νηπίου οι σοφοί Μάγοι της Ανατολής ταξίδευσαν;
’ραγε να έφθασε στη σκέψη τους, ότι ο νεογέννητος Ιησούς δεν ήταν μόνο ο Υιός της Παρθένου, αλλά και ο Μονογενής Υιός του προάναρχου Πατρός, «ὁ πλήρης χάριτος καί ἀληθείας» (Ιω. α΄, 14);
Γεγονός πάντως είναι ότι εκδηλώνουν τα ευλαβικά συναισθήματα που πλημμύριζαν την ώρα εκείνη τις ψυχές τους: «Πεσόντες προσεκύνησαν αὐτῷ» (Ματθ. β΄, 11). Και ανοίγουν τα θησαυροφυλάκιά τους, τα οποία είχαν, ό,τι πολυτιμότερο υπήρχε στη μακρινή πατρίδα τους. Προσφέρουν «χρυσόν καί λίβανον καί σμύρναν» (Ματθ. β΄, 11).
Οι ιεροί ερμηνευτές της Αγίας Γραφής- με τη συμφωνία και του ιερού Χρυσοστόμου- αλληγορούν τα τρία αυτά δώρα και επεξηγούν ότι το μεν χρυσό πρόσφεραν ως σε βασιλιά, τον λίβανο ως σε Θεό, την δε σμύρνα ως σε μέλλοντα να αποθάνει. Γι' αυτό και ο ευσεβής Υμνωδός της Εκκλησίας ψάλλει: «Τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ γεννηθέντος ἐν Βηθλεέμ τῆς Ἰουδαίας, ἐξ ἀνατολῶν ἐλθόντες μάγοι προσεκύνησαν Θεόν ἐνανθρωπήσαντα· καί τούς θησαυρούς αὐτῶν ἀνοίξαντες δῶρα τίμια προσέφερον, δοκίμιον χρυσόν ὡς βασιλεῖ τῶν τῶν αἰώνων καί λίβανον ὡς Θεῷ τῶν ὅλων, ὡς τριημέρῳ δέ νεκρῷ σμύρναν τῷ ἀθανάτῳ» (3).
Κι είναι πράγματι άξιο απορίας το ποια εντύπωση να έκανε η προσκύνηση των Μάγων στην Παναγία Μητέρα, και μάλιστα οι παραπάνω λατρευτικές εκδηλώσεις τους.
Οπωσδήποτε, για μια ακόμη φορά θα εξεπλάγη η Θεοτόκος με του Θεού τα μεγαλεία, ο Οποίος με τόσο θαυμαστό τρόπο οδήγησε σοφούς ανθρώπους από την Ανατολή σε προσκύνηση του Υιού της!
Προ έτους και πλέον-διάστημα που μεσολάβησε μέχρι να έλθουν οι Μάγοι από την πατρίδα τους στη Βηθλεέμ- είχε δει η Παρθενομήτωρ να εκπληρώνεται από τον Θεό η επιθυμία του γέροντα Συμεών, να διατηρηθεί δηλαδή στη ζωή μέχρις ότου αξιωθεί να δει και να κρατήσει στην αγκάλη του τον νηπιάσαντα Κύριο.
Τώρα δείχνει ο Θεός το αστέρι στους Μάγους που πολύ επιθυμούσαν να γνωρίσουν τον τεχθέντα Βασιλιά.
Αλλά και η πίστη και ο ζήλος των Μάγων ασφαλώς θα εντυπώθηκαν βαθειά στην πάναγνη ψυχή της Παναγίας μας. Ένα αστέρι είδαν και πίστεψαν ότι γεννήθηκε βασιλιάς από τον Ισραήλ. «Ἀνατελεῖ ἄστρον ἐξ Ἰακώβ, ἀναστήσεται ἄνθρωπος ἐξ Ἰσραήλ», πληροφορούσε η προφητεία, η οποία υπήρξε για τις εκζητούσες καρδίες τους επαρκές κίνητρο για την εύρεση του τεχθέντος Κυρίου.
Έπειτα η εμφάνιση της Μητέρας του Παιδίου ήταν τόσο πτωχική, δεν ήταν η αναμενόμενη. Και όμως πίστεψαν οι Μάγοι ότι το αδύνατο Νήπιο ήταν ο παντοδύναμος Βασιλιάς του κόσμου, στον Οποίο αρμόζουν βασιλικές τιμές και δώρα!
Σ' όλα τα παραπάνω συγκλονιστικά περιστατικά και βιώματα η Θεοτόκος παρέμεινε σιωπηλή! Δεν πολυπραγμονούσε! Ταπεινά, όπως πάντα, παρακολουθούσε και αθόρυβα συμμετείχε στο σχέδιο του Θεοῦ -Πατέρα για τον νηπιάσαντα Υιό Του. Ως πολυτιμότατο δε θησαυρό έκρυβε και διατηρούσε στην αγία καρδία Της, ό,τι συνέβαινε και αφορούσε στο Μονογενή Της.
Πόσοι χριστιανοί και σήμερα θα επιθυμούσαν να βρίσκονταν στη θέση των Μάγων! Και με την καθοδήγηση αστεριού να οδηγούνταν στη Φάτνη, για να δουν την Παναγία Μητέρα και να προσκυνήσουν τον ενανθρωπήσαντα Θεό. Να προσφέρουν κι εκείνοι τα δώρα τους, να απολαύσουν την παρουσία Του!
Αλλά και για κάθε πιστή ψυχή υπάρχει Αστέρας οδηγός, αρκεί να το θελήσει και να ακολουθήσει την αλάνθαστη πορεία του, για να βρει το Χριστό. Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας αποτελεί αυτό το αείφωτο πνευματικό αστέρι, που δείχνει και προσφέρει Αυτόν τον Ίδιο τον Κύριο Ιησού, με τα θεία Μυστήρια. Κάθε άνθρωπος μπορεί να βρει τον Χριστό πάνω στην Αγία Τράπεζα, στο Πανάγιο της θείας Ευχαριστίας Μυστήριο! Εκεί βρίσκεται ο Κύριός μας και περιμένει τους πιστούς Του να Τον συναντήσουν, για να Τον προσκυνήσουν, να Του προσφέρουν τα δώρα τους· τα δώρα της αγάπης τους, της καθαρότητας της καρδίας τους, της λατρείας τους. Να λάβουν ουράνια, θεία, αιώνια, αναφαίρετα αγαθά. Να λάβουν την άφεση και την συγχώρεση των αμαρτιών τους· να λάβουν την ειρήνη που εκπορεύεται από τον ’ρχοντα της ειρήνης, να λάβουν Αυτόν τον Ίδιο μέσα στις καρδιές τους, για να Τον απολαύσουν και για να γίνεται πραγματικότητα ο λόγος Του ο άγιος· «ὁ τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων τό αἷμα ἐν ἐμοί μένει, κἀγώ ἐν αὐτῷ» (Ιω. στ΄ 56).
Επομένως, όσοι πιστοί «μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης» ας προσερχόμαστε στο μυστήριο της θείας Κοινωνίας. Διότι τότε έχομε τη θέση των Μάγων! Εφόσον τότε- με την άξια μετάληψη της φρικωδεστάτης θυσίας- η καρδία μας προσκυνεί τον Κύριο και Τον ενθρονίζει στην ψυχή μας! Ακόμη περισσότερο, εφ ' όσον τότε γινόμαστε «σύσσωμοι καί σύναιμοι Χριστοῦ»!!!


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) «Ἄνθρωποι βάρβαροι καί ἀλλόφυλοι, ἐκ Περσίας τρέχουσιν, ὥστε αὐτόν ἰδεῖν ἐπί τῆς φάτνης κείμενον» (PG 48, 753).
(2) «Δύναμις τις ἀόρατος εἰς ταύτην μετασχηματισθεῖσα τήν ὄψιν»
(3) «Όταν γεννήθηκε ο Κύριος Ιησούς στη Βηθλέεμ της Ιουδαίας, αφού ήλθαν Μάγοι από την Ανατολή Τον προσκύνησαν· και αφού άνοιξαν τους θησαυρούς τους Τού πρόσφεραν πολύτιμα δώρα· καθαρό χρυσό ως βασιλέα των αιώνων, και λιβάνι ως Θεό όλων των ανθρώπων, και ως νεκρό τριήμερο πρόσφεραν σμύρνα (πολύτιμο άρωμα) στον αθάνατο».

 Πηγή: Καλλιστράτου Ν. Λυράκη, Η Παρθενομήτωρ, εκδ. Αποστολικής Διακονίας,Αθήνα 2003, σελ. 187-193.

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2013

26 Δεκεμβρίου, Η Σύναξη της Θεοτόκου.

Του πατρός Γεωργίου Δορμπαράκη
   «Μετά την απόφαση του Ηρώδη να φονευτούν όλα τα παιδιά στη Βηθλεέμ, άγγελος Κυρίου φάνηκε στον ύπνο του Ιωσήφ λέγοντάς του: «Σήκω και πάρε το παιδί και τη Μητέρα Του και φύγε στην Αίγυπτο». Φεύγει λοιπόν για την Αίγυπτο η Θεοτόκος με το βρέφος και τον Ιωσήφ, για τους παρακάτω δύο λόγους: Πρώτον, για να εκπληρωθεί αυτό που είχε λεχθεί από τον προφήτη ότι «Από την Αίγυπτο κάλεσα τον Υιό μου». Δεύτερον, για να κλείσει κάθε στόμα αιρετικών. Διότι αν δεν είχε φύγει, θα συλλαμβανόταν το βρέφος. Κι αν μεν φονευόταν, θα εμποδιζόταν η σωτηρία των ανθρώπων. Αν δε δεν φονευόταν, ή με ξίφος ή με άλλη τιμωρία, προκειμένου να εκπληρωνόταν το σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία, θα μπορούσε να θεωρηθεί από πολλούς ότι ήλθε κατά φαντασία και δεν έγινε αληθινά πραγματικός άνθρωπος. Διότι αν ήταν αληθινός άνθρωπος, θα σφαζόταν από το σπαθί του τυράννου, κάτι που και  χωρίς να υπάρχει πρόφαση, τόλμησαν οι άθεοι αιρετικοί να το πουν, ότι δηλαδή γεννήθηκε κατά φαντασία. Γι’ αυτό λοιπόν φεύγει στην Αίγυπτο, και για να συντρίψει τα εκεί είδωλα και για να σώσει όλη την οικουμένη κατά τον καιρό της σωτήριας Σταύρωσης».
Η Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου θα πρέπει καταρχάς να θυμίσουμε ότι στοιχεί στην παράδοση της Εκκλησίας, να εορτάζεται μετά από ένα μεγάλο γεγονός του ερχομού του Θεού στον κόσμο για τη σωτηρία του ανθρώπου, το πρόσωπο που πρωταγωνίστησε σ’ αυτό. Έτσι μετά τη Γέννηση του Κυρίου έχουμε τη Σύναξη της Θεοτόκου, Εκείνης που έγινε η «γέφυρα δι’ ης κατέβη ο Θεός», όπως και μετά τη Βάπτισή Του έχουμε τη Σύναξη του αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού. Είναι περιττό βεβαίως να πούμε ότι το ίδιο το γεγονός, η καθαυτό εορτή, βρίσκεται σε άμεση σχέση με το πρωταγωνιστούν πρόσωπο, με άλλα λόγια η εκάστοτε Σύναξη αποτελεί την προέκταση της εορτής, τονίζοντας και επαναλαμβάνοντας το ίδιο νόημά της, σε μεγάλο βαθμό δε και τους ίδιους τους ύμνους της.
Η Σύναξη της Θεοτόκου λοιπόν τονίζει και πάλι τη Γέννηση του Κυρίου, με ιδιαίτερη επιμονή  στην πραγματικότητα της Σάρκωσής Του. Το στοιχείο αυτό ίσως δεν γίνεται ιδιαίτερα αντιληπτό σήμερα, μετά από τόσους αιώνες εξαγγελίας και βίωσης από την Εκκλησία της θεολογικής σημασίας της. Στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους και αιώνες όμως ήταν ό,τι πιο καίριο και σημαντικό, δεδομένου ότι αμφισβητείτο από αιρετικούς η πραγματικότητα της ενσάρκωσης, οι οποίοι «έφριτταν» στη σκέψη ότι ο Θεός πήρε πραγματική ανθρώπινη σάρκα, προσέλαβε δηλαδή την ύλη του κόσμου τούτου. Τι κρυβόταν πίσω από την άρνησή τους αυτή; Η πεποίθηση ότι ο κόσμος αυτός είναι κόσμος κακός, δημιούργημα άλλου, μη καλού Θεού, συνεπώς φανέρωναν τον μη χριστιανικό προβληματισμό τους, μάλλον την με επίφαση του χριστιανισμού δήλωση των ανατολίτικων δυαλιστικών περί Θεού δοξασιών τους. Θέλουμε να πούμε ότι οι αιρετικοί αυτοί στην πραγματικότητα ήταν οπαδοί του ιρανικού λεγόμενου παρσισμού, κατά τον οποίο υπάρχουν δύο θεοί, ο θεός του καλού και ο θεός του κακού, ο οποίος θεός του κακού είναι και ο δημιουργός του κόσμου. Πώς λοιπόν η κακή ύλη του κακού θεού  μπορούσε να προσληφθεί από τον καλό Θεό, που ερχόταν να σώσει την ψυχή – όχι ασφαλώς και το σώμα – του ανθρώπου;

Η Εκκλησία μας λοιπόν αντέδρασε σθεναρά, διότι επικράτηση αυτών των αντιλήψεων (κατά δόκηση ή φαντασία εμφάνιση του Υιού του Θεού) θα σήμαινε πλήρη διαστροφή της αλήθειας της και άρνηση του πραγματικού Χριστού. Με ένταση λοιπόν τόνισε ότι ο Χριστός, ο Υιός και Λόγος του Θεού, έλαβε πραγματική και όχι κατά φαντασία την ανθρώπινη φύση, το σώμα και την ψυχή, ώστε ενσωματώνοντάς τα στον Εαυτό Του να σώσει τον άνθρωπο και δι’ αυτού και όλη τη δημιουργία. Και αιτία γι’ αυτό βεβαίως ήταν το γεγονός ότι ο κόσμος όλος, η ύλη και το σώμα του ανθρώπου, αποτελούν δημιουργήματα του ενός Θεού, του φύσει αγαθού Θεού, που είναι και ο Δημιουργός βεβαίως του κόσμου. Ήταν τόσο σημαντική η αλήθεια αυτή, ώστε ήδη από την Καινή Διαθήκη ο άγιος Ιωάννης ο θεολόγος να τονίζει ότι από την αποδοχή ή όχι της αληθινότητας της σάρκωσης του Θεού φανερώνεται κανείς ως χριστιανός ή όχι. «Πας ος μη ομολογεί Ιησούν Χριστόν εν σαρκί εληλυθότα εκ του Θεού ουκ έστι», και «πας ος ομολογεί Ιησούν Χριστόν εν σαρκί εληλυθότα εκ του Θεού εστι». Πάνω στην αλήθεια αυτή δηλαδή κρινόταν η αλήθεια από την αίρεση. Κι αυτό τονίζει ιδιαιτέρως σήμερα η Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου, που προεκτείνει, όπως είπαμε, τη Γέννηση του Κυρίου. «Ο γαρ ην διέμεινε, Θεός ων αληθινός, και ο ουκ ην προσέλαβεν, άνθρωπος γενόμενος διά φιλανθρωπίαν». (Αυτό που ήταν ο Υιός και Λόγος του Θεού το κράτησε, δηλαδή ότι είναι Θεός αληθινός, και αυτό που δεν ήταν το προσέλαβε κι έγινε άνθρωπος από φιλανθρωπία). Ο προβληματισμός της Υπεραγίας Θεοτόκου στον οίκο του κοντακίου της σημερινής εορτής το διακηρύσσει επίσης έντονα: «Την γαρ σφραγίδα της Παρθενίας μου ορώσα ακατάλυτον, κηρύττω σε άτρεπτον Λόγον, σάρκα γενόμενον» (Βλέποντας τη σφραγίδα της παρθενίας μου να μένει χωρίς να χαλάσει, σε κηρύσσω αληθινό Λόγο του Θεού, που πήρες την ανθρώπινη σάρκα).

Και βεβαίως η σημερινή εορτή της Σύναξης υπενθυμίζει πάλι ότι μπροστά στο πανθαύμαστο γεγονός του ερχομού του Θεού στον κόσμο ως ανθρώπου, όλη η δημιουργία ανταποκρίνεται με ευχαριστία, προσφέροντας τα δώρα της, το καλύτερο όμως όλων των δώρων ήταν του ίδιου του ανθρώπου. Διότι ακριβώς πρόσφερε ό,τι ωραιότερο και ανώτερο μπορούσε ποτέ να φανεί ως κτίση: την Παναγία Παρθένο. «Έκαστον των υπό σου γενομένων κτισμάτων την ευχαριστίαν σοι προσάγει οι άγγελοι τον ύμνον οι ουρανοί τον αστέρα οι μάγοι τα δώρα οι ποιμένες το θαύμα η γη το σπήλαιον η έρημος την φάτνην ημείς δε Μητέρα Παρθένον» (Καθένα από τα δημιουργήματά Σου, Κύριε, σου προσφέρει την ευχαριστία του: οι άγγελοι τον ύμνον, οι ουρανοί το αστέρι, οι μάγοι τα δώρα, οι ποιμένες τον θαυμασμό τους, η γη το σπήλαιο, η έρημος τη φάτνη, εμείς όμως Μητέρα Παρθένο). Μη ξεχνάμε: η Παναγία είναι ο εκπρόσωπός μας στον Ουρανό, Εκείνη που έδωσε το αίμα και τη σάρκα της προκειμένου να γίνει άνθρωπος ο ίδιος ο Θεός, συνιστά την «αξιοπρέπειά» μας, αποτελεί πάντοτε την παρηγοριά και την ελπίδα μας. Προς χάρη Της η όποια προσευχή μας γίνεται εισακουστή από τον Θεό, αφού Εκείνος θέλησε να γίνει σαν κι εμάς μέσα από Εκείνην.